Dictionary of Greek. 2013.
εὐάντυγα — εὐάντυξ with beautiful rail masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευάξων — εὐάξων, ὁ, ἡ (Μ) [άξων] (για άμαξα ή άλλο τροχοφόρο) αυτός που έχει καλούς, ωραίους άξονες, ο ευάντυξ* … Dictionary of Greek